αμπελιώνας

αμπελιώνας
ο [αμπέλι]
ο αμπελώνας*.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀμπελίωνας — ἀμπελίων singing bird masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γιαννόπουλος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αναγνώστης. Πρόκριτος της Αμπελιώνας της Ολυμπίας και Φιλικός. Πολέμησε στις επιχειρήσεις της Καρύταινας, του Λάλα και της Τρίπολης, ως φροντιστής του στρατοπέδου. Πήρε επίσης μέρος στις εργασίες της Εθνοσυνέλευσης… …   Dictionary of Greek

  • Είρας, δήμος — Νέος δήμος (997 κάτ.) του νομού Μεσσηνίας, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Αγίου Σώστου, Αμπελιώνας, Κακαλετρίου, Νέδας, Πέτρας, Σκληρού, Στασίμου και Συρρίζου, οι οποίες καταργήθηκαν. Έδρα του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”